νιτσεϊκός

νιτσεϊκός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στο Γερμανό φιλόσοφο Νίτσε και το έργο του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νιτσεϊκός — ή, ό [Νίτσε] ο σχετικός με τον φιλόσοφο Φρήντριχ Νίτσε και τις θεωρίες του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”